- εκπεριοδευω
- ἐκπεριοδεύωἐκ-περιοδεύω1) обходить кругом
(τι Plut.)
2) всесторонне исследовать(τέν προσπίπτουσαν φαντασίαν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Plut.)
(τέν προσπίπτουσαν φαντασίαν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπεριοδεύω — ἐκπεριοδεύω (Α) 1. περιοδεύω εξωτερικώς 2. εποπτεύω πλήρως 3. απατώ … Dictionary of Greek
ἐκπεριοδεύοντα — ἐκπεριοδεύω go all round pres part act neut nom/voc/acc pl ἐκπεριοδεύω go all round pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπεριοδεύουσαι — ἐκπεριοδεύω go all round pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπεριοδεύσας — ἐκπεριοδεύσᾱς , ἐκπεριοδεύω go all round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)